Οι αγορές ανακάμπτουν, όμως κυβερνήσεις και πολίτες δεν αποδέχονται εύκολα την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας για τις ιδιωτικοποιήσεις στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Στη σημερινή δύσκολη συγκυρία, με τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας να καταβάλλουν σκληρές προσπάθειες για να εκπληρώσουν τους δημοσιονομικούς τους στόχους, η «διέξοδος» των ιδιωτικοποιήσεων θα μπορούσε να θεωρηθεί θείο δώρο. Και αυτό θα έπρεπε να ιδωθεί υπό το πρίσμα του ότι οι δείκτες των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων έχουν ανέλθει στα υψηλότερα επίπεδά τους από την περίοδο πριν από την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008. Βέβαια, το ότι δεν είναι πια εξασθενημένες οι αγορές δεν αρκεί ώστε να πεισθούν οι πολιτικοί να δείξουν μεγαλύτερη προθυμία προς αυτή την κατεύθυνση.
Στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και της Ιταλίας και της Γαλλίας, υπάρχουν χώρες οι οποίες διαθέτουν δημόσια περιουσία αξίας τρισεκατομμυρίων ευρώ, οπότε τα έσοδα από τυχόν πωλήσεις τμημάτων της θα μπορούσαν να συμβάλουν στον περιορισμό μη δημοφιλών περικοπών ή αυξήσεων φόρων.
Ωστόσο, αυτό θα ίσχυε εάν η πολιτική ήταν απλή υπόθεση. Οπως εύστοχα σημείωσε Ευρωπαίος αξιωματούχος με εμπειρία στις ιδιωτικοποιήσεις, «η πολιτική πρέπει να λάβει υπ’ όψιν τον αντίκτυπο από μια ιδιωτικοποίηση, η οποία πιθανότατα να προκαλέσει αρνητικές αντιδράσεις. Οπερ σημαίνει πως ακόμα και όταν το κλίμα στις αγορές είναι ευνοϊκό, το να καταρτίσει μια κυβέρνηση ατζέντα αποκρατικοποιήσεων, δεν είναι κατ’ ανάγκην ένα ελκυστικό πολιτικό εγχείρημα».
Ενα παράδειγμα, το οποίο επικαλείται η προαναφερθείσα πηγή, αφορά τη γειτονική μας Βουλγαρία. Η συγκεκριμένη χώρα διέρχεται μια σοβαρή πολιτική κρίση και τον Μάιο θα διεξαχθούν εκλογές. Πάντως, στις αρχές της εβδομάδας αποφάσισε να παρατείνει την προθεσμία πώλησης μέρους του σιδηροδρομικού δικτύου της, ύστερα από έντονες πιέσεις πολιτικών δυνάμεων της χώρας και των πολιτών της, που ζητούσαν να διακοπεί η διαπραγμάτευση και να επανεξεταστεί το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων.
Στην Ευρωζώνη το τελευταίο δωδεκάμηνο βρίσκονται στο στόχαστρο οι περισσότερες απόπειρες στο πεδίο των ιδιωτικοποιήσεων, όπως συνέβη για παράδειγμα στην Πορτογαλία και την Ελλάδα. Αμφότερες συμφώνησαν σε ιδιωτικοποιήσεις στο πλαίσιο των πακέτων διάσωσης της τρόικας, δηλαδή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε.Ε.) και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).
Αναφορικά δε με τις χώρες οι οποίες έχουν μεγαλύτερα περιθώρια για ιδιωτικοποιήσεις, τα πράγματα δεν διαγράφονται πιο ενθαρρυντικά. Αφενός ο απαιτούμενος χρόνος για την προετοιμασία μιας εταιρείας αφετέρου το οικονομικό σκηνικό σε όλη την Ευρώπη δυσχεραίνουν το εγχείρημα.
Αξίζει να σημειωθεί πως, αν και οι διεθνείς κεφαλαιαγορές έχουν καλυτερεύσει, πολλές ευρωπαϊκές οικονομίες συνεχίζουν να εμφανίζουν κάμψη. Επιπλέον, ενώ εκδηλώνεται κατά περίσταση κάποιο ενδιαφέρον, οι τράπεζες αναμένουν ότι οι περισσότεροι επενδυτές θα παραμείνουν επιφυλακτικοί έως ότου διασαφηνιστεί περισσότερο η κατάσταση και ο οικονομικός κύκλος γυρίσει. Τον Νοέμβριο η ιδιωτικοποίηση της τρίτης μεγαλύτερης εταιρείας διαχείρισης αυτοκινητοδρόμων στην Ιταλία δεν προσείλκυσε προσφορές. Εντός του ίδιου μηνός η εξαγγελθείσα χρηματοδότηση του ιταλικού φορέα διαχείρισης του αερολιμένα (SEA) ματαιώθηκε λόγω χαμηλής ζήτησης.
Η Ελλάδα, τώρα, η οποία έχει συμπεριλάβει τις ιδιωτικοποιήσεις στις προσπάθειες για επανεκκίνηση της ανάπτυξης της οικονομίας, εκτιμάται ότι κι αυτή θα δυσκολευθεί στην εξεύρεση επενδυτών. Τον Οκτώβριο, μείωσε το ποσό που είχε θέσει ως στόχο να λάβει από τις ιδιωτικοποιήσεις από τα 19 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2015 στα 11 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2016. Σημειωτέον πως ο αρχικός της στόχος ήταν να σωρεύσει 50 δισ. ευρώ. Η χώρα έχει μέχρι στιγμής εισπράξει περίπου 2 δισ. ευρώ από τις πωλήσεις, αλλά τα σχέδιά της έχουν «βαλτώσει» λόγω καθυστερήσεων και δεν έχει ακόμα υπογράψει καμία σημαντική συμφωνία.
REUTERS
Speak Your Mind
You must be logged in to post a comment.